- χαλεπώτατον
- χαλεπόςdifficultmasc acc superl sgχαλεπόςdifficultneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμωδοδιδασκαλία — κωμῳδοδιδασκαλία, ἡ (Α) [κωμωδοδιδάσκαλος] διδασκαλία τών ηθοποιών και τού χορού προκειμένου να παίξουν σε κῳμωδία («κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
υπερδέξιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α [δεξιός] 1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ. β.… … Dictionary of Greek